Αλαλκομένη

Αλαλκομένη
Ἀλαλκομένη και Ἀλαλκομενηὶς (Α)
επίθ. τής Αθηνάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βλ. ἄλαλκε].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἀλαλκομένη — Ἀλαλκομένευς masc nom/voc/acc dual Ἀλαλκομένευς masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλαλκομενῶν — Ἀλαλκομένη fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλαλκε — ἄλαλκε (Α) (γ΄ ενικό πρόσ. αορ. β΄) απομακρύνω απωθώ βλ. και ἀλέξω. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός και ποιητικός γενικότερα ρηματικός τ. (γ΄ ενικού πρόσ. και αορ. β΄) που σχηματίζεται από τη μονοσύλλαβη ρ. ἀλκ με αναδιπλασιασμό. Μεταπτωτική βαθμίδα τής ίδιας… …   Dictionary of Greek

  • Αλαλκομεναί — Ονομασία τριών αρχαίων πόλεων. 1. Μικρή πόλη της Βοιωτίας. Την έχτισε, σύμφωνα με την παράδοση, ο ήρωας Αλαλκομενεύς. Βρισκόταν ανάμεσα από στις πόλεις Αλίαρτο και Κορώνεια, νοτιοδυτικά της λίμνης Κωπαΐδας. Ήταν γνωστή από το ιερό Αλαλκομένειο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”